- γεωπονικῶν
- γεωπονικόςoffem gen plγεωπονικόςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CONDITUM — apud Lamprid. in Heliogab. c. 21. Conditô piscinas et solia temperavit, vini seu potionis genus est, aromatibus et aliis odoriferis fragrantibusque rebus variis concinnatum, Car. du Fresen. Casaubono vox haec modo latius patet, et rosatum,… … Hofmann J. Lexicon universale
αγροκήπιο — Κήπος που βρίσκεται σε αγροτικό συνοικισμό ή σε αγροτικό κέντρο. Σε όλες τις χώρες, για να επιτευχθεί η βελτίωση της γεωργίας και της ζωοτεχνίας, ιδρύθηκαν πρότυπα α., όπου καλλιεργούνται υποδειγματικά διάφορα φυτά και διατρέφονται διάφορα ζώα.… … Dictionary of Greek
ρίγα — Πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Λετονίας. Βρίσκεται στις όχθες του δυτικού Ντβινά (Νταουγκάβα), κοντά στις εκβολές του στον κόλπο της Ρ. (Βαλτική). Ιδρυμένη το 1201 από τον επίσκοπο Αλβέρτο της Λιβονίας, έγινε επισκοπική έδρα και, στα μέσα του… … Dictionary of Greek
Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… … Dictionary of Greek
Θεσσαλίας, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και ενισχύεται οικονομικά από το κράτος (η εποπτεία ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων).… … Dictionary of Greek
Λισένκο, Τροφίμ Ντενίσοβιτς — (Trofim Denisovich Lysenco, 1898 – 1976). Σοβιετικός βιολόγος και γεωπόνος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Γεωπονίας του Κιέβου το 1925. Εργάστηκε στο Κέντρο Επιλογής Σπόρων της Μπελοτσερκόφκα, από το 1922 έως το… … Dictionary of Greek
Πελαγόνιος — Ονομαστός Έλληνας κτηνίατρος του 4ου αι. μ.Χ. Από τα έργα του αντλήθηκαν στοιχεία για τη συγγραφή των Γεωπονικών του Βεγέτιου … Dictionary of Greek
Σαμαρκάνδη — Πόλη (366 000 κάτ.), στην Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (127 200 τ. χλμ., 2 778 000 κάτ.). Βρίσκεται στα αριστερά του ποταμού Ζεραφσάν, σε μια εκτεταμένη και εύφορη κοιλάδα που ορίζεται στα Β από τα ανάγλυφα του … Dictionary of Greek